-
1 резкий
резкий 1) (острый, пронизывающий) οξύς, διαπεραστικός; δυνατός, σφοδρός (сильный ) 2) (внезапный) απότομος, ορμητικός 3) (о запахе ) βαρύς 4) (о свете, цвете ) χτυπητός* * *1) (острый, пронизывающий) οξύς, διαπεραστικός; δυνατός, σφοδρός ( сильный)2) ( внезапный) απότομος, ορμητικός3) ( о запахе) βαρύς4) (о свете, цвете) χτυπητός -
2 яркий
яркий прям., переп. λαμπρός; χτυπητός (о цвете ) φωτεινός (светлый}· \яркий пример το λαμπρό παράδειγμα* * *прям. перен.я́ркий приме́р — το λαμπρό παράδειγμα
-
3 яркий
επ., βρ: ярок, ярка, ярко; ярче, ярчайший.1. (για φως) δυνατός, φωτερός, λαμπερός•-ая лампа φωτερή λάμπα•
-ое солнце ολόλαμπρος ήλιος•
яркий свет λαμπερό φως•
яркий снег αστραφτερό χιόνι•
яркий огонь λαμπερή φωτιά•
-ая звезда λαμπερό άστρο, φανταχτερός, ζωηρός, έντονος, χτυπητός•
яркий цвет ζωηρόχρωμα.
2. αίθριος, λαμπρός•яркий день λαμπρή μέρα.
3. παλ. ευκρινής, ισχυρός, ηχηρός (για ήχο).4. μτφ. ξεχωριστός, ιδιαίτερος, διακεκριμένος•яркий талант λαμπρό ταλέντο.
5. χτυπητός,•εντυπωσιακός•яркий пример χτυπητό παράδειγμα.
6. πειστικός•-ое доказательство πειστική απόδειξη.
-
4 интенсивный
1. (напряжённый, усиленный) εντατικός, έντονος 2. (о цвете) έντονος, χτυπητός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интенсивный
-
5 битый
битый1. прич. от бить;2. прил χτυπημένος, κτυπημένος, χτυπητός, δαρμένος/ σπασμένος, θρυμματισμένος (о посуде); ◊ \битый час ὁλόκληρη ὠρα. -
6 брсский
брсскийприл разг χτυπητός. -
7 взбитый
взби́т||ыйприл χτυπητός:\взбитыйые сли́вки χτυπητό καίμάκι. -
8 кричащий
кричащий1. прач. от кричать2. прил (бросающийся в глаза, крикливый) χτυπητός:\кричащий наряд τό χτυπητό φόρεμα. -
9 разительный
разительн||ыйприл καταπληκτικός, ἐκπληκτικός/ χτυπητός (очевидный):\разительныйое сходство ἡ καταπληκτική ὀμοιότης· \разительный пример τό χτυπητό παράδειγμα· \разительныйые перемены οἱ σημαντικές ἀλλαγές. -
10 свежий
свеж||ийприл1. φρέσκος, νωπός:\свежийее мясо τό νωπό (или τό φρέσκο) κρέας· \свежий хлеб τό φρέσκο ψωμί·2. (чистый, прохладный) δροσερός, καθαρός:на \свежийем воздухе στήν ὕπαιθρο, στον καθαρό ἀέρα·3. (холодный) δροσερός, ψυχρός:на дворе \свежийо (ἔξω) κάνει δροσιά (или κάνει ψύχρα), εἶναι δροσερός ὁ καιρός· \свежий ветер прям., перен ὁ δροσερός ἀνεμος, ἡ ἀΰρα·4. (недавний, новый) πρόσφατος, νωπός / перен τελευταίος, πρόσφατος:\свежийая рана ἡ πρόσφατη πληγή· \свежий след τό νωπό Ιχνος· \свежий номер журнала τό τελευταίο (или τό πρόσφατο) τεύχος περιοδικού· \свежийие новости οἱ τελευταίες εἰδήσεις·5. (чистый, вымытый) разг φρεσκοπλυμένος:\свежийее белье καθαρά ἀσπρόρρουχα·6. перен (яркий, не блеклый) ζωηρός, χτυπητός:\свежий цвет лица φρεσκάδα τοδ προσώπου· \свежийие краски ζωηρά χρώματα·7. (бодрый) ζωηρός/ φρέσκος, δροσερός (моложавый)/ ξεκού· ραστος (отдохнувший):со \свежийими силами μέ καινούργιες δυνάμεις· ◊ \свежий человек καινούργιος ἄνθρωπος· \свежийая мысль ἡ καινούργια ιδέα. -
11 яркий
ярк||ийприл прям., перен φωτεινός, λαμπρός (тж. перен)/ φανταχτερός, χτυπητός (тж. о цвете):\яркий блеск ἡ ζωηρή λάμψη· \яркий цвет τό χτυπητό χρώμα· \яркийое солнце φωτεινός ήλιος· \яркийое у́тро ἡλιόλουστο πρωινό· \яркийая личность φαεινή προ-σωπικότης· \яркийий талант τό φωτεινό ταλέντο· \яркий пример τό λαμπρό (или χτυπητό) παράδειγμα· \яркийο выраженный Εντονος. -
12 броский
[μπρόσκιϊ] επ. χτυπητός -
13 взбитый
[βζμπίτυϊ] επ. χτυπητός -
14 броский
[μπρόσκιϊ] επ χτυπητός -
15 взбитый
[βζμπίτυϊ] επ χτυπητός -
16 броский
επ., βρ: -сок, -ска, -скоχτυπητός, εντυπωσιακός, φανταχτερός•броский цвет χτυπητό χρώμα.
-
17 глазастый
επ., βρ: -заст, -а, -о.1. βοϊβομάτης, βοώπης.2. οξυδερκής.3. (απλ.) χτυπητός στα μάτια, εντυπωσιακός•глазастый ситчик χτυπητό τσιτάκι.
-
18 интенсивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. εντατικός, έντονος•интенсивный труд εντατική δουλείιά.
2. (για χρώμα) ζωηρός, χτυπητός. -
19 крикливый
επ., βρ: -лив, -а, -о.1. κραυγαστής, φωνακλάς, φωνασκός.2. βροντερός, διαπεραστικός, διάτορος.3. μτφ. φανταχτερός, χτυπητός, εντυπωσιακός•-ая реклама φανταχτερή ρεκλάμα.
4. θορυβώδης• κραυγαλέος. || υβριστής. -
20 наглазный
επ., βρ: -зен, -з:.а, -зно.1. του ματιού, εποφθάλμιος.2. εντυπωσιακός, χτυπητός, φανταχτερός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χτυπητός — και κτυπητός, ή, ό, Ν [χτυπώ / κτυπώ] 1. αυτός που έχει παρασκευαστεί με χτύπημα, χτυπημένος (α. «χτυπητό αβγό» β. «χτυπητή ζύμη») 2. (σχετικά με μέταλλα) σφυρήλατος 3. αυτός που έχει δεχθεί χτυπήματα, δαρμένος («τόν έκαναν χτυπητό») 4. αυτός που … Dictionary of Greek
χτυπητός — ή, ό επίρρ. ά 1. δαρτός, αυτός που παρασκευάζεται με χτύπημα: Του αρέσουν τα χτυπητά αβγά. 2. έντονος, ζωηρός: Φορούσε ένα φόρεμα με χτυπητό χρώμα. 3. για λόγους, καυστικός, τσουχτερός. 4. το ουδ. ως ουσ., χτυπητό σημαίνει τρόπο επίχρισης τοίχου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κτυπητός — ή, ό βλ. χτυπητός … Dictionary of Greek
μπάνικος — η, ο, θηλ. και ια [μπανίζω] 1. αυτός που διεγείρει τον ερωτικό πόθο, ελκυστικός («μπάνικη κοπέλα») 2. φανταχτερός, χτυπητός … Dictionary of Greek
τρομητός — ή, όν, ΜΑ [τρομῶ] μσν. (για αβγό) παρασκευασμένος με ανατάραξη, χτυπητός αρχ. 1. αυτός που τρέμει 2. (για αβγό) μέτρια βρασμένος, μελάτος … Dictionary of Greek
φανταχτερός — και σφανταχτερός, ή, ό, Ν (για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί ζωηρή εντύπωση με την εξωτερική του εμφάνιση, εντυπωσιακός, χτυπητός (α. «πολύ φανταχτερός τύπος» β. «φανταχτερό φόρεμα»). επίρρ... φανταχτερά Ν με φανταχτερό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
φαντεζί — καί φανταιζί, ο, η, το, Ν άκλ. φανταχτερός, χτυπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fantaisie (< φαντασία)] … Dictionary of Greek
επιδεικτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αρέσει να επιδείχνεται, ο ρεκλαματζής. 2. που γίνεται για επίδειξη: Επιδεικτική παρέλαση του εχθρού. 3. εντυπωσιακός, χτυπητός, φανταχτερός, φαντεζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φανταχτερός — φανταχτερός, ή, ό και σφανταχτερός, ή, ό επίρρ. ά εκείνος που φαντάζει (βλ. λ.), που χτυπάει στο μάτι, ο ζωηρόχρωμος, ο χτυπητός, ο φαντεζί, ο φιγουράτος: Φανταχτερή γραβάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαντεζί — ο, η, το άκλ. (λ. γαλλ.), επίθ., αυτός που έχει ιδιόμορφο σχέδιο, ρυθμό ή χρωματισμό, ο φανταχτερός, ο χτυπητός: Φαντεζί γραβάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιγουράτος — η, ο 1. αυτός που κάνει εντύπωση με την εμφάνισή του: Φιγουράτη γυναίκα. 2. λουσάτος, φανταχτός, φανταχτερός, χτυπητός: Φιγουράτη γραβάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)